ΠΕΡΑΣΑΝ ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ από τότε που φωτογράφισα το πρώτο ρόπτρο. Την περίοδο εκείνη δεν μπορούσα να φανταστώ ότι το slide με το ασημί
χειροποίητο χεράκι του 1935, στη μαύρη σιδερένια αυλόπορτα τη γιαγιάς μου, στη Λιβαδειά, θα αποτελούσε την αφορμή για την έκδοση λευκώματος.
Στο μεσοδιάστημα έκανα αμέτρητες διαδρομές στην ηπειρωτική και τη νησιωτική Ελλάδα, αναζητώντας ρόπτρα σε ερειπωμένα νεοκλασικά
κτίσματα, σε αναπαλαιωμένες κατοικίες καθώς και σε συνοικιακά σπίτια κάποιας ηλικίας.
Στο ίδιο διάστημα είχα τη μοναδική ευκαιρία να βρεθώ κοντά σε ανθρώπους που πέρασαν τη ζωή τους σε χώρους παραδομένους πλέον στο
χρόνο. Να αισθανθώ στιγμές δεκαετιών που προηγήθηκαν και που ποτέ δεν βίωσα. Αξέχαστες αναμνήσεις θα παραμείνουν οι Πομάκοι στην Κομοτηνή
με τα φοβισμένα χαμόγελα, το βροχερό πρωινό στο μοναχικό κιόσκι κάπου έξω από τις Σέρρες, η σύντομη ανάπαυλα στο παραδοσιακό καφενείο του Λεωνιδίου,
αλλά και οι όμορφες περιηγήσεις στα δαιδαλώδη σοκάκια ξεχασμένων αιγαιοπελαγίτικων οικισμών.
Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΟΥ φωτογραφικού υλικού ήταν για μένα μια ευχάριστη απόδραση από τη δημοσιογραφική μου εασχόληση. Τουλάχιστον στην αρχή
έτσι το αντιμετώπισα. Στη συνέχεια η δημοσιογραφική μου εμπειρία αποδείχθηκε οδηγός σε αυτή την αναζήτηση. με το μάτι του φωτογράφου
επιχείρησα να αναδείξω κάθε στοιχείο διαφορετικότητας σε ένα τόσο ειδικό θέμα και με την κρίση του δημοσιογράφου να "αφουγκραστώ" τους
μακρινούς απόηχους των ρόπτρων. Η αναζήτησή τους ήταν τελικά ένα ζωντανό και κυρίως ενδιαφέρον ρεπορτάζ, ένα ρεπορτάζ ψυχής, που
κράτησε χρόνια και αποτυπώθηκε στο χαρτί όχι με λέξεις, αλλά με χρώματα, σκιές κι εικόνες.
Επιθύρια χεράκια, κρίκοι, χαλκάδες, λάμες λαξεμένες με μεράκι στο χέρι, πουλιά έτοιμα να πετάξουν, μορφές ζώων ζωντανεμένες στο μέταλλο,
πρόσωπα γυναικών με βλέμμα αυστηρό κι άλλοτε πάλι χαρούμενο. Όλα φωτογραφήθηκαν
με την αγάπη και τον ρομαντισμό μου. Όποτε γυρίζω τις
σελίδες του λευκώματος έχω την ψευδαίσθηση ότι βαδίζω στα χνάρια μιας περασμένης εποχής οριστικά πια χαμένες, χτυπώντας διακριτικά τις
πόρτες αγνώστων. Τα ρόπτρα, ξεχασμένα πλέον, αποζητούν την επαφή.
Θέλουν να ηχήσουν πάλι και πάλι, να "υποδεχθούν" τους επισκέπτες των νοικοκυραίων τους και να μηνύσουν σε όλους ότι δεν χάθηκαν απ' τη ζωή
μας, ότι υπάρχουν.
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά όσους με υποστήριξαν να ολοκληρώσω με επιτυχία την πρώτη φωτογραφική μου προσπάθεια. Ιδιαίτερα ευχαριστώ
τους δικούς μου ανθρώπους και τον Θανάση Καρκατσούλη. Χωρίς τη συμπαράστασή τους η έκδοση του λευκώματος θα ήταν αδύνατη.
ΠΛΑΤΩΝ ΤΣΟΥΛΟΣ